Δε σου χρωστάω τίποτα
με χτύπησαν αλύπητα
ζωή οι κεραυνοί σου
μάνα και δεν ενοιάστηκες
σαν να το καταράστηκες
που λιώνει το παιδί σου
Μάνα και δεν ενοιάστηκες
ζωή με καταράστηκες
ποτέ να μη γελάσω
να μη χαρώ τα νιάτα μου
και μαύρη να ‘ναι η στράτα μου
αντίκρυ θα περάσω
Πικρό το μεροκάματο
παρέα με το θάνατο
απ’ το πρωί ως το βράδυ
κλειστά παραθυρόφυλλα
το δάκρυ στα ματόφυλλα
και τ’ όνειρο ρημάδι
Δεν περιμένω τίποτα
με ματωμένο ίδρωτα
σωριάστηκα στο χώμα
κι ούτ’ ένα χέρι απλώθηκε
μαντήλι δε ματώθηκε
στο πληγωμένο στόμα
|
De su chrostáo típota
me chtípisan alípita
zoí i keravni su
mána ke den eniástikes
san na to katarástikes
pu lióni to pedí su
Mána ke den eniástikes
zoí me katarástikes
poté na mi geláso
na mi charó ta niáta mu
ke mavri na ‘ne i stráta mu
antíkri tha peráso
Pikró to merokámato
paréa me to thánato
ap’ to pri os to vrádi
klistá parathirófilla
to dákri sta matófilla
ke t’ óniro rimádi
Den periméno típota
me matoméno ídrota
soriástika sto chóma
ki ut’ éna chéri aplóthike
mantíli de matóthike
sto pligoméno stóma
|