Μ’ αρέσει να βλέπω την άσπρη γραμμή
που αφήνουνε πίσω τα αμάξια όταν τρέχουν,
να φτάνω σε πόλεις που μόλις να έχουν
ανάψει τα φώτα και μια μουσική
να φωτίζει απαλά τις ψυχές των ανθρώπων,
μες στη ματιά τους να βλέπω νερό,
να ρωτάω πως λέγεται η πόλη
και όλοι να λένε δεν ξέρω, δεν είμαι από εδώ…
Μπροστά μας ουράνια τόξα και μέρη
που έχουν αφήσει τα πάντα κι εσύ
μου λες ότι θέλεις έστω για λίγο
να μείνεις ακίνητη μες στη σιωπή,
ουρλιάζουν τα φρένα την ώρα που ο αέρας
ξαπλώνει τα στάχυα με κύματα φως,
κοιτάς μακριά στον ορίζοντα πέρα,
γυρνάς και μου λες: πάμε ήρθε ο καιρός..
|
M’ arési na vlépo tin áspri grammí
pu afínune píso ta amáksia ótan tréchun,
na ftáno se pólis pu mólis na échun
anápsi ta fóta ke mia musikí
na fotízi apalá tis psichés ton anthrópon,
mes sti matiá tus na vlépo neró,
na rotáo pos légete i póli
ke óli na léne den kséro, den ime apó edó…
Brostá mas uránia tóksa ke méri
pu échun afísi ta pánta ki esí
mu les óti thélis ésto gia lígo
na minis akíniti mes sti siopí,
urliázun ta fréna tin óra pu o aéras
ksaplóni ta stáchia me kímata fos,
kitás makriá ston orízonta péra,
girnás ke mu les: páme írthe o kerós..
|