Δεν έχει πια ζωή εδώ στα περιβόλια
μοιάζουν με τ’ άδεια καφενεία που με χτίκιασαν.
Δεν έχει πια ζωή εδώ στα περιβόλια.
Τη νύχτα βρέχει σκοτωμούς.
Πώς να θερίσω μουσικές
βουνά και σπίτια με δικάζουν στα πραιτώρια,
βλέπω τα δέντρα μου κι αυτά μαστιγωμένα
και τα πηγάδια μου φαρμακωμένα
και τα πουλιά μου σαν καημός
δεκαπεντασύλλαβος.
Δεν έχουν πια ζωή αυτά τα ερημονήσια
μοιάζουν με τ’ άδεια τα ξωκλήσια που ερήμωσαν.
Δεν έχουν πια ζωή αυτά τα ερημονήσια.
Τη νύχτα βρέχει σκοτωμούς.
Γι’ αυτό θ’ αφήσω εγώ αυτά τα περιβόλια,
θα βγω να πάρω τα στενά της θάλασσας
μα δεν μπορώ.
|
Den échi pia zoí edó sta perivólia
miázun me t’ ádia kafenia pu me chtíkiasan.
Den échi pia zoí edó sta perivólia.
Ti níchta vréchi skotomus.
Pós na theríso musikés
vuná ke spítia me dikázun sta pretória,
vlépo ta déntra mu ki aftá mastigoména
ke ta pigádia mu farmakoména
ke ta puliá mu san kaimós
dekapentasíllavos.
Den échun pia zoí aftá ta erimonísia
miázun me t’ ádia ta ksoklísia pu erímosan.
Den échun pia zoí aftá ta erimonísia.
Ti níchta vréchi skotomus.
Gi’ aftó th’ afíso egó aftá ta perivólia,
tha vgo na páro ta stená tis thálassas
ma den boró.
|