Δεν αδίκησα κανένα
μες σ’ αυτήν εδώ την πλάση
κι όποιος πει κακό για μένα,
ο Θεός θα τον δικάσει.
Κι όμως βρεθήκαν άνθρωποι
που με κατηγορήσανε
και την καλή μου την καρδιά,
φαρμάκια την ποτίσανε.
Έχω βγάλει απ’ το κορμί μου
και τα ρούχα μου ακόμα
και μοιράστηκα με φίλους
τη μπουκιά μου απ’ το στόμα.
Κι όμως βρεθήκαν άνθρωποι
που με κατηγορήσανε
και την καλή μου την καρδιά,
φαρμάκια την ποτίσανε.
Θα ‘χα σπίτια, θα ‘χα πλούτη
αν δεν είχα καλοσύνη,
μα η τύχη μ’ αγαπάει
και μπατίρη δε μ’ αφήνει.
|
Den adíkisa kanéna
mes s’ aftín edó tin plási
ki ópios pi kakó gia ména,
o Theós tha ton dikási.
Ki ómos vrethíkan ánthropi
pu me katigorísane
ke tin kalí mu tin kardiá,
farmákia tin potísane.
Έcho vgáli ap’ to kormí mu
ke ta rucha mu akóma
ke mirástika me fílus
ti bukiá mu ap’ to stóma.
Ki ómos vrethíkan ánthropi
pu me katigorísane
ke tin kalí mu tin kardiá,
farmákia tin potísane.
Tha ‘cha spítia, tha ‘cha pluti
an den icha kalosíni,
ma i tíchi m’ agapái
ke batíri de m’ afíni.
|