Τ’ αποφάσισα, εύκολο είναι
Και πολύ άργησα, χάσιμο είσαι
Βρε δεν πα να λες, έχει τελειώσει
Η στάση σου αυτή μ’ έχει ξενερώσει
Δεν αντέχω θα στο πω
Ότι το τελειώνω εδώ
Δεν με νοιάζει τι θα κανείς
Δεν μπορείς να με τρελάνεις
Θα βγω έξω θα τα πιω
Στα τραπέζια θα ανέβω
Όταν το αποφασίζω
Κάνε τάμα δε γυρίζω
Γιατί ήσουνα
Περίεργη, αχάριστη, ιδιότροπη
Ψώνιο ήσουν δίχως λόγο
μου σπατάλησες το χρόνο
Το έστησες καλά, είχες κερδίσει
και για πάρτη σου, είχα αρρωστήσει
Όμως μέχρι εδώ, δεν πάει άλλο
Βάλτε μου να πιω, στιγμή δεν το αναβάλλω
|
T’ apofásisa, efkolo ine
Ke polí árgisa, chásimo ise
Ore den pa na les, échi teliósi
I stási su aftí m’ échi ksenerósi
Den antécho tha sto po
Όti to telióno edó
Den me niázi ti tha kanis
Den boris na me trelánis
Tha vgo ékso tha ta pio
Sta trapézia tha anévo
Όtan to apofasízo
Káne táma de girízo
Giatí ísuna
Períergi, acháristi, idiótropi
Psónio ísun díchos lógo
mu spatálises to chróno
To éstises kalá, iches kerdísi
ke gia párti su, icha arrostísi
Όmos méchri edó, den pái állo
Oálte mu na pio, stigmí den to anavállo
|