Καθόμουνα στον καναπέ μου
έπινα μόνος τον καφέ μου
Ήμουν απογοητευμένος
έφυγε κι ήμουν λυπημένος
Αναρωτιόμουνα που πάει
ποιον αγκαλιάζει ποιον φιλάει
και ξαφνικά χτύπησε η πόρτα
άνοιξα κι άναψα τα φώτα
Θεέ μου, θεέ μου δεν το πιστεύω
εκείνη που λατρεύω σε μένα γύρισε ξανά
Θεέ μου, θεέ μου δεν το πιστεύω
εκείνη που λατρεύω δεν ξανά φεύγει τώρα πια
Καθόμουνα στο καναπέ μου
έπινα μόνος τον καφέ μου
Ζούσα στιγμές απελπισίας
στιγμές μεγάλης αγωνίας
Ήμουν στα πρόθυρα της τρέλας
δεν με θυμότανε κανένας
και ξαφνικά χτύπησε η πόρτα
άνοιξα κι άναψα τα φώτα
Θεέ μου, θεέ μου δεν το πιστεύω
εκείνη που λατρεύω σε μένα γύρισε ξανά
Θεέ μου, θεέ μου δεν το πιστεύω
εκείνη που λατρεύω δεν ξανά φεύγει τώρα πια
|
Kathómuna ston kanapé mu
épina mónos ton kafé mu
Ήmun apogoitevménos
éfige ki ímun lipiménos
Anarotiómuna pu pái
pion agkaliázi pion filái
ke ksafniká chtípise i pórta
ániksa ki ánapsa ta fóta
Theé mu, theé mu den to pistevo
ekini pu latrevo se ména girise ksaná
Theé mu, theé mu den to pistevo
ekini pu latrevo den ksaná fevgi tóra pia
Kathómuna sto kanapé mu
épina mónos ton kafé mu
Zusa stigmés apelpisías
stigmés megális agonías
Ήmun sta próthira tis trélas
den me thimótane kanénas
ke ksafniká chtípise i pórta
ániksa ki ánapsa ta fóta
Theé mu, theé mu den to pistevo
ekini pu latrevo se ména girise ksaná
Theé mu, theé mu den to pistevo
ekini pu latrevo den ksaná fevgi tóra pia
|