Ποιος είδε δέντρο μοναχό
να `χει ριγμένα φύλλα,
ποιος είδε και τις αγκαλιές
που `δωσα και που πήρα.
Ποιος άκουσε τα βήματα
απ’ του σκακιού το πιόνι,
ποιος άκουσε τον ίδρωτα
που `πεσε στο σεντόνι.
Έλα μορφή αγαπημένη,
έλα όπως παλιά,
με το αγκάθινο στεφάνι
που `χες πάντα πρόχειρα.
Ποιος λάτρεψε το άρωμα
απ’ το βρεγμένο χώμα,
ποιος χαίρεται το αντάμωμα
με το δικό σου σώμα.
Ποιος άπλωσε τα χέρια του
να πιάσει τα όνειρά του,
ποιος άγγιξε τις ομορφιές
που πέρασαν μπροστά του.
Έλα μορφή αγαπημένη,
έλα όπως παλιά
με το αγκάθινο στεφάνι
που `χες πάντα πρόχειρα.
|
Pios ide déntro monachó
na `chi rigména fílla,
pios ide ke tis agkaliés
pu `dosa ke pu píra.
Pios ákuse ta vímata
ap’ tu skakiu to pióni,
pios ákuse ton ídrota
pu `pese sto sentóni.
Έla morfí agapiméni,
éla ópos paliá,
me to agkáthino stefáni
pu `ches pánta próchira.
Pios látrepse to ároma
ap’ to vregméno chóma,
pios cherete to antámoma
me to dikó su sóma.
Pios áplose ta chéria tu
na piási ta ónirá tu,
pios ángikse tis omorfiés
pu pérasan brostá tu.
Έla morfí agapiméni,
éla ópos paliá
me to agkáthino stefáni
pu `ches pánta próchira.
|