Στο ένα χέρι κρατάω μια άδεια βαλίτσα,
στο άλλο χέρι κρατάω ένα ζευγάρι κλειδιά.
Κι όπως πέφτει η βροχή στο πρόσωπό μου
ξεθωριάζουν τα πάντα, τα βλέπω θολά.
Κρύψου απόψε, κρύψου, μην βρεθούμε.
Γιατί θα βρεις μπροστά σου ένα τρελό,
που κλείδωσε τα όνειρά του στην βαλίτσα
και το κλειδί το πέταξε σ’ ένα γκρεμό.
Μην κοιτάς, είμαι επικίνδυνος,
ένα ρεμάλι είμαι, δημόσιος κίνδυνος.
Ό,τι είχα να χάσω το `χασα
και το καλό παιδί μέσα μου σκότωσα.
Μη μιλάς, είμαι επικίνδυνος,
είμαι αλητάμπουρας, δημόσιος κίνδυνος.
Ό,τι είχα να χάσω το `χασα.
Ένα ρεμάλι είμαι που το σκότωσα.
Στο ένα χέρι κρατάω ένα άδειο πιστόλι,
στο άλλο χέρι κρατάω μια μάσκα fullface.
Έχουνε μπει στο κορμί μου απόψε διαβόλοι.
Ό,τι και να γίνει απόψε εσύ θα φταις…
|
Sto éna chéri kratáo mia ádia valítsa,
sto állo chéri kratáo éna zevgári klidiá.
Ki ópos péfti i vrochí sto prósopó mu
ksethoriázun ta pánta, ta vlépo tholá.
Krípsu apópse, krípsu, min vrethume.
Giatí tha vris brostá su éna treló,
pu klidose ta ónirá tu stin valítsa
ke to klidí to pétakse s’ éna gkremó.
Min kitás, ime epikíndinos,
éna remáli ime, dimósios kíndinos.
Ό,ti icha na cháso to `chasa
ke to kaló pedí mésa mu skótosa.
Mi milás, ime epikíndinos,
ime alitáburas, dimósios kíndinos.
Ό,ti icha na cháso to `chasa.
Έna remáli ime pu to skótosa.
Sto éna chéri kratáo éna ádio pistóli,
sto állo chéri kratáo mia máska fullface.
Έchune bi sto kormí mu apópse diavóli.
Ό,ti ke na gini apópse esí tha ftes…
|