Κύριε δικαστή,
ρωτάς για τ’ όνομά μου
και την ταυτότητά μου.
Δεν έχω γεννηθεί.
Κύριε δικαστή,
αν ήσουνα μαζί μου
στην έξω φυλακή μου,
θα σκότωνες κι εσύ,
κύριε δικαστή.
Εμένα με δικάσαν μ’ άλλους νόμους
που λειτουργούν μέσα στους υπονόμους,
εκεί που η σάρκα πουλάει την ψυχή,
έλα μαζί μου να δικάσεις εκεί.
Κύριε δικαστή,
ολόκληρη η ζωή σου
είν’ η συνείδησή σου,
ρώτα την να σου πει.
Κύριε δικαστή,
δεν έχει φως καθόλου,
και σπίτι του διαβόλου
έγινε όλη η γη,
κύριε δικαστή.
|
Kírie dikastí,
rotás gia t’ ónomá mu
ke tin taftótitá mu.
Den écho gennithi.
Kírie dikastí,
an ísuna mazí mu
stin ékso filakí mu,
tha skótones ki esí,
kírie dikastí.
Eména me dikásan m’ állus nómus
pu liturgun mésa stus iponómus,
eki pu i sárka pulái tin psichí,
éla mazí mu na dikásis eki.
Kírie dikastí,
olókliri i zoí su
in’ i sinidisí su,
róta tin na su pi.
Kírie dikastí,
den échi fos kathólu,
ke spíti tu diavólu
égine óli i gi,
kírie dikastí.
|