Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια
φωνή σαν τ’ αηδονιού, στόμα χελιδονιού,
όλον το Μάη λαλεί κι όλη την άνοιξη.
Ωρέ μια Κυριακή και μια καλή ημέρα
ήρθε μια περιστέρα, μια καγκελοφρυδάτη,
μια μοσχομυρωδάτη,
αν δεν την είχα δει δε θα `χα ζουρλαθεί,
στη μαύρη γης να μπει.
Μωρέ τι λες αυτού; μωρέ ζαλιάρικο
τι βάζεις με το νου σου, κρυφά απ’ τους δικούς σου,
μαλαματένια πόρτα μ’ ασημοπήρουνα, η σκύλα η πεθερά σου
θέλει μαχαίρωμα ως το ξημέρωμα.
Αχ διαβαίνει η σκύλα και γελά,
στο σπίτι της πηγαίνει κι εμένα δε μου κρένει,
παναθεματισμένη και θεομπαίχτισσα,
κρασί, ρακί δεν ήπια σε είδα και μέθυσα
|
Dóntia pikná ke margaritarénia
foní san t’ aidoniu, stóma chelidoniu,
ólon to Mái lali ki óli tin ániksi.
Oré mia Kiriakí ke mia kalí iméra
írthe mia peristéra, mia kagkelofridáti,
mia moschomirodáti,
an den tin icha di de tha `cha zurlathi,
sti mavri gis na bi.
Moré ti les aftu; moré zaliáriko
ti vázis me to nu su, krifá ap’ tus dikus su,
malamaténia pórta m’ asimopíruna, i skíla i petherá su
théli macheroma os to ksiméroma.
Ach diaveni i skíla ke gelá,
sto spíti tis pigeni ki eména de mu kréni,
panathematisméni ke theobechtissa,
krasí, rakí den ípia se ida ke méthisa
|