Δεν ήταν από σύννεφο, δεν ήταν από λύπη,
δεν ήταν από δάκρυα εκείνη που αγαπώ.
Μα έφυγε σαν σύννεφο και ρήμαξαν οι κήποι
και η ζωή μου πνίγηκε μες στ’ αναφιλητό.
Ανθρώποι που την είδανε τη βρήκαν πικραμένη,
νανούριζαν τα μάτια της ένα καημό βαθύ.
Κι εγώ την είχα εικόνισμα, την είχα χαϊδεμένη
και την καρδούλα μου έστρωνα για ν’ αποκοιμηθεί.
Του δειλινού γαρούφαλλο, της μοναξιάς μου φίλε,
κορίτσι μου της άνοιξης, τι γλυκανασαιμιά,
τα βογγητά μου άκουσε κι ένα σημάδι στείλε
να φορτωθώ τον πόνο σου κι όλη την ερημιά.
|
Den ítan apó sínnefo, den ítan apó lípi,
den ítan apó dákria ekini pu agapó.
Ma éfige san sínnefo ke rímaksan i kípi
ke i zoí mu pnígike mes st’ anafilitó.
Anthrópi pu tin idane ti vríkan pikraméni,
nanurizan ta mátia tis éna kaimó vathí.
Ki egó tin icha ikónisma, tin icha chaideméni
ke tin kardula mu éstrona gia n’ apokimithi.
Tu dilinu garufallo, tis monaksiás mu fíle,
korítsi mu tis ániksis, ti glikanasemiá,
ta vongitá mu ákuse ki éna simádi stile
na fortothó ton póno su ki óli tin erimiá.
|