Δυο παιδιά απ’ το Βραχώρι
πήρανε βουνά και όρη
για τιμή, για Λευτεριά.
Όμως του εχθρού οι σφαίρες
τους σταμάτησαν τις μέρες
και δε θα γυρίσουν πια.
Το ‘να αγέλαστο κοιμάται
και τη Λευτεριά θυμάται,
τ’ άλλο ξάγρυπνο στο πλάι
το μαχαίρι του τροχάει.
Έστειλαν οι βαθμοφόροι
το μαντάτο στο Βραχώρι
κι’ έκλαιγαν οι κοπελιές.
Επρασίνισε το χώμα
και δε γύρισαν ακόμα
να τινάξουν τις ελιές.
|
Dio pediá ap’ to Orachóri
pírane vuná ke óri
gia timí, gia Lefteriá.
Όmos tu echthru i sferes
tus stamátisan tis méres
ke de tha girísun pia.
To ‘na agélasto kimáte
ke ti Lefteriá thimáte,
t’ állo kságripno sto plái
to macheri tu trochái.
Έstilan i vathmofóri
to mantáto sto Orachóri
ki’ éklegan i kopeliés.
Eprasínise to chóma
ke de girisan akóma
na tináksun tis eliés.
|