Έχω δυο τρεις κουβέντες να σου πω
δίχως κλειδιά, χωρίς σκοπό,
σαν όταν βγαίνει ο ήλιος το πρωί,
σαν ταξιδιάρικο πουλί,
σαν σκοτεινιάζει, όταν βραδιάζει,
σβήνουν τα χρώματα, φιλιά κι αρώματα.
Δροσιά ο κόσμος κι όνειρο, μα εδώ ξεχνάμε όλοι,
γυρνάμε μες στις γειτονιές και πίνουμε καφέ.
Άμα προλάβεις και το δεις, πώς στρίβει στη γωνία,
όλα τα λάθη σου σωστά, σωστή κι η κωμωδία.
Γιατί πετάει ο αετός και σέρνεται το φίδι;
Γιατί σέρνει τα λόγια μας μια νύχτα το κρασί;
Γιατί γλεντάς; Γιατί γελάς; Τι σου συμβαίνει και ρωτάς;
Μήπως κοπήκαν τα φτερά απάνω στο χορό;
Έλυσε ο χρόνος το πανί και πήγαμε μακριά
δίχως κουπιά, χωρίς σχοινιά, χαθήκαν τα σκαριά
καθένας βρήκε πετονιές κι απόχη να ψαρέψει
κι απάνω εκεί στη βάρκα του μια νύχτα να χορέψει.
τι να χορέψει, τι να πει; Άγνωστο ρήμα η νύχτα.
Δεν έχω λόγια να σου πω ούτε ποτέ μου είχα
|
Έcho dio tris kuvéntes na su po
díchos klidiá, chorís skopó,
san ótan vgeni o ílios to pri,
san taksidiáriko pulí,
san skotiniázi, ótan vradiázi,
svínun ta chrómata, filiá ki arómata.
Drosiá o kósmos ki óniro, ma edó ksechnáme óli,
girnáme mes stis gitoniés ke pínume kafé.
Άma prolávis ke to dis, pós strívi sti gonía,
óla ta láthi su sostá, sostí ki i komodía.
Giatí petái o aetós ke sérnete to fídi;
Giatí sérni ta lógia mas mia níchta to krasí;
Giatí glentás; Giatí gelás; Ti su simveni ke rotás;
Mípos kopíkan ta fterá apáno sto choró;
Έlise o chrónos to paní ke pígame makriá
díchos kupiá, chorís schiniá, chathíkan ta skariá
kathénas vríke petoniés ki apóchi na psarépsi
ki apáno eki sti várka tu mia níchta na chorépsi.
ti na chorépsi, ti na pi; Άgnosto ríma i níchta.
Den écho lógia na su po ute poté mu icha
|