Η μνήμη χαρακώνει το φακό
που τράβηξε το χώρο και το χρόνο.
Στο σώμα ξανά τρέχει το νερό
που κύλησε στη λήθη και στον πόνο.
Και βγαίνεις απ’ τη θάλασσα γυμνή
ν’ αγγίξεις ό,τι έχεις ξαναγγίξει,
να σμίξουνε ξανά οι ουρανοί
εκεί που χαμογέλαγε η θλίψη.
Άσε να δω στο σώμα σου
τα μυστικά σημάδια,
που καίγανε το σώμα μου
δυο χρόνια και δυο βράδια.
Η μνήμη χαρακώνει τον καιρό
που μοίραζε ποτήρια και τασάκια.
Ο πόθος ξεκλειδώνει το θυμό
που έσκιζε κλειστά τα ραβασάκια.
Και βγαίνεις απ’ τη θάλασσα γυμνή
να βάλεις το στεγνό το φόρεμά σου,
το κόκκινο που μ’ άρεσε πολύ
ολόιδιο σαν τον άγριο έρωτά σου.
|
I mními charakóni to fakó
pu trávikse to chóro ke to chróno.
Sto sóma ksaná tréchi to neró
pu kílise sti líthi ke ston póno.
Ke vgenis ap’ ti thálassa gimní
n’ angiksis ó,ti échis ksanangiksi,
na smíksune ksaná i urani
eki pu chamogélage i thlípsi.
Άse na do sto sóma su
ta mistiká simádia,
pu kegane to sóma mu
dio chrónia ke dio vrádia.
I mními charakóni ton keró
pu miraze potíria ke tasákia.
O póthos kseklidóni to thimó
pu éskize klistá ta ravasákia.
Ke vgenis ap’ ti thálassa gimní
na vális to stegnó to fóremá su,
to kókkino pu m’ árese polí
olóidio san ton ágrio érotá su.
|