Δώδεκα βράδια ξαγρυπνώ
με τον καημό σου το γλυκό.
Φέρ’ όνειρό μου, στο μέτωπό μου
εκείνον που αγαπώ να δει τον πυρετό μου.
Και το χειλάκι μου στεγνό,
φέρε μου στ’ όνειρο νερό.
Να με στολίσεις, να με χτενίσεις
κι αν το αντέχεις πιο μετά να με αφήσεις.
Κόβω απ’ το σύννεφο πλευρό
και σου το φτιάχνω φυλαχτό
να σε φυλάει, να σε κρατάει,
τ’ άγιο κορμί σου στον αέρα μη λυγάει.
Κι αν δε με θέλεις μην το πεις,
πες το της νύχτας της αυγής,
πες το στ’ αστέρια που δε μιλάνε
κι όχι στ’ αηδόνια που παντού το μαρτυράνε.
|
Dódeka vrádia ksagripnó
me ton kaimó su to glikó.
Fér’ óniró mu, sto métopó mu
ekinon pu agapó na di ton piretó mu.
Ke to chiláki mu stegnó,
fére mu st’ óniro neró.
Na me stolísis, na me chtenísis
ki an to antéchis pio metá na me afísis.
Kóvo ap’ to sínnefo plevró
ke su to ftiáchno filachtó
na se filái, na se kratái,
t’ ágio kormí su ston aéra mi ligái.
Ki an de me thélis min to pis,
pes to tis níchtas tis avgís,
pes to st’ astéria pu de miláne
ki óchi st’ aidónia pu pantu to martiráne.
|