Δώδεκα και πέντε και πέντε πήγε η ώρα
και σε περιμένω στο στενό.
Άργησες να ’ρθεις και έπιασε η μπόρα
στην καρδιά μου και στον ουρανό.
Δώδεκα και πέντε ακριβώς
και έχω μείνει πάλι μοναχός.
Δώδεκα και πέντε και πέντε μαχαιριές,
στην καρδιά μου άνοιξες πληγές.
Δώδεκα και πέντε και πέντε και θα φύγω
να χωθώ σε κάνα καπηλειό,
να μεθύσω πάλι, να ξεχάσω λίγο
τ’ άπιστα ματάκια της τα δυο.
Δώδεκα και πέντε ακριβώς
και έχω μείνει πάλι μοναχός.
Δώδεκα και πέντε και πέντε μαχαιριές,
στην καρδιά μου άνοιξες πληγές.
|
Dódeka ke pénte ke pénte píge i óra
ke se periméno sto stenó.
Άrgises na ’rthis ke épiase i bóra
stin kardiá mu ke ston uranó.
Dódeka ke pénte akrivós
ke écho mini páli monachós.
Dódeka ke pénte ke pénte macheriés,
stin kardiá mu ánikses pligés.
Dódeka ke pénte ke pénte ke tha fígo
na chothó se kána kapilió,
na methíso páli, na ksecháso lígo
t’ ápista matákia tis ta dio.
Dódeka ke pénte akrivós
ke écho mini páli monachós.
Dódeka ke pénte ke pénte macheriés,
stin kardiá mu ánikses pligés.
|