T’ άσπρο φουστάνι σου κοιτώ
κι όπως φυσάει σ’ ακολουθώ
ένας αέρας στα μαλλιά σου με τυλίγει.
Έρχονται βράδια που αγρυπνώ
και μες στο σπίτι τριγυρνώ
σαν ξεχασμένος σε σταθμό, σαν ένας ξένος.
Δώρο του κόσμου, σκοτάδι μου και φως μου,
Δώρο του κόσμου, σημάδι μου
Eίναι δική σου η σκιά
που ησυχάζει την καρδιά
κι η αγωνία με ξεχνά κι αποκοιμιέμαι.
Nα σ’ έχω τάχα ονειρευτεί;
Ψέμα αν είσαι θα φανεί,
μα η λαχτάρα μου για σένα είναι πόνος.
|
T’ áspro fustáni su kitó
ki ópos fisái s’ akoluthó
énas aéras sta malliá su me tilígi.
Έrchonte vrádia pu agripnó
ke mes sto spíti trigirnó
san ksechasménos se stathmó, san énas ksénos.
Dóro tu kósmu, skotádi mu ke fos mu,
Dóro tu kósmu, simádi mu
Ine dikí su i skiá
pu isicházi tin kardiá
ki i agonía me ksechná ki apokimiéme.
Na s’ écho tácha onirefti;
Pséma an ise tha fani,
ma i lachtára mu gia séna ine pónos.
|