Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί,
κι είπανε να μερώσουνε μια στιγμή.
Οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί,
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.
Η άνοιξη η μαυλίστρα για να διαβεί,
κοιτάξτε, χωριανοί μου, τι θα συμβεί.
Τα πάθη σαν σαρκώσουμε του Ραβί,
εκείνος ο μπροστάρης, κι εμείς στραβοί.
Ήλιε μου, στρατολάτη, ταξιδευτή,
που μου ‘δωσες τη χάρη του γητευτή,
ο άνθρωπος γυρεύει για να γευτεί,
απ’ το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.
Η μεγαλοβδομάδα, κόρη ξανθή,
μύρωσε το χωριό μας, και ροδανθεί,
που τρώει τον θεό του για να χαθεί,
κι ίσως με τον χαμό του ν’ αναστηθεί.
Στης άνοιξης τον κόρφο, τον ζηλευτό,
μυριόχρωμο γιορντάνι, το σερπετό,
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό,
για να πετάξει εκείνος ως είν’ γραφτό.
Πέρνα περαματάρη τον ποταμό,
πάρε κι εμέ μαζί σου στον μισεμό,
κι εκεί στον καταρράχτη και στον γκρεμό,
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.
|
Eftá potámia smíksan ke tris kaimi,
ki ipane na merósune mia stigmí.
I thálasses kopásan ki i stenagmi,
enniá spathiá gimnósane sti grammí.
I ániksi i mavlístra gia na diavi,
kitákste, choriani mu, ti tha simvi.
Ta páthi san sarkósume tu Raví,
ekinos o brostáris, ki emis stravi.
Ήlie mu, stratoláti, taksideftí,
pu mu ‘doses ti chári tu giteftí,
o ánthropos girevi gia na gefti,
ap’ to zestó mu ema na giatrefti.
I megalovdomáda, kóri ksanthí,
mírose to chorió mas, ke rodanthi,
pu trói ton theó tu gia na chathi,
ki ísos me ton chamó tu n’ anastithi.
Stis ániksis ton kórfo, ton zileftó,
mirióchromo giorntáni, to serpetó,
fármako to farmáki ston aetó,
gia na petáksi ekinos os in’ graftó.
Pérna peramatári ton potamó,
páre ki emé mazí su ston misemó,
ki eki ston katarráchti ke ston gkremó,
tha mátho tu sibántu to litromó.
|