Εγώ δε σε κατηγορώ,
που ένα μήνα δεν μου είπες μια κουβέντα,
δε φταις εσύ για της ζωής μας την πατέντα,
ούτε ζητώ να με χαϊδεύεις σαν μωρό.
Εγώ δε σε κατηγορώ,
τα Σαββατόβραδα που κέφι πια δεν έχεις,
ούτε τους φίλους τους παλιούς που δεν αντέχεις,
και μου επιτρέπεις και μονάχος μου να βγω.
Εγώ δε σε κατηγορώ,
κι άμα δε λύγιζες εσύ θα είχα σπάσει
κι αν δε με πόναγες θα σ’ είχα ξεπεράσει
και θα ταξίδευα σ’ απέραντο κενό.
Εγώ δε σε κατηγορώ.
Εγώ δε σου αντιμιλώ,
που σε ρωτάω κι απαντάς εκνευρισμένη,
που σε χαϊδεύω και κοιτάς αρρωστημένη,
πίσω από μένα ένα αόρατο εχθρό.
Εγώ τα ρέστα δε ζητώ,
γιατί γνωρίζω πόσο άδικα υποφέρεις,
ξέρω για σένα όσα ούτε εσύ δεν ξέρεις,
πως μένεις πλάι μου στο βάθος απορώ.
|
Egó de se katigoró,
pu éna mína den mu ipes mia kuvénta,
de ftes esí gia tis zoís mas tin paténta,
ute zitó na me chaidevis san moró.
Egó de se katigoró,
ta Savvatóvrada pu kéfi pia den échis,
ute tus fílus tus palius pu den antéchis,
ke mu epitrépis ke monáchos mu na vgo.
Egó de se katigoró,
ki áma de lígizes esí tha icha spási
ki an de me pónages tha s’ icha kseperási
ke tha taksídeva s’ apéranto kenó.
Egó de se katigoró.
Egó de su antimiló,
pu se rotáo ki apantás eknevrisméni,
pu se chaidevo ke kitás arrostiméni,
píso apó ména éna aórato echthró.
Egó ta résta de zitó,
giatí gnorízo póso ádika ipoféris,
kséro gia séna ósa ute esí den kséris,
pos ménis plái mu sto váthos aporó.
|