Εγώ το πίνω και το λέω, γίνομαι στουπί
και δε με νοιάζει, στο ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει,
και δε με νοιάζει, στο ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει.
Κατεβάζω τις μισές κι ανεβαίνει ο βερεσές
κι αρχίζω τα παραπατήματα και τότε πια βλαστήμα τα,
περπατώ σιγά σιγά κι όταν πέσω σε καυγά,
μασάω κάνουλες κι αρμέ μπετόν και λέω και “με το μπαρδόν”.
Αχ ποιος σε φίλησε στο στόμα κι έννιωσα μπηχτές,
βιδάνιο ήταν τα φιλάκια σου που μου `δινες προχτές,
βιδάνιο ήταν τα φιλάκια σου που μου `δινες προχτές.
Αχ, πολύ σε αγαπώ, ντρέπομαι να σου το πω,
μπερδεύει η γλώσσα μου απ’ το κρασί για σένα αγάπη μου χρυσή,
μεθυσμένος σαν βρεθώ, απ’ την πόρτα σου περνώ,
το παραθύρι σου κοιτώ, γλιστράω και παραπατώ.
|
Egó to píno ke to léo, ginome stupí
ke de me niázi, sto orkízome, o kósmos ti tha pi,
ke de me niázi, sto orkízome, o kósmos ti tha pi.
Katevázo tis misés ki aneveni o veresés
ki archízo ta parapatímata ke tóte pia vlastíma ta,
perpató sigá sigá ki ótan péso se kavgá,
masáo kánules ki armé betón ke léo ke “me to bardón”.
Ach pios se fílise sto stóma ki énniosa bichtés,
vidánio ítan ta filákia su pu mu `dines prochtés,
vidánio ítan ta filákia su pu mu `dines prochtés.
Ach, polí se agapó, ntrépome na su to po,
berdevi i glóssa mu ap’ to krasí gia séna agápi mu chrisí,
methisménos san vrethó, ap’ tin pórta su pernó,
to parathíri su kitó, glistráo ke parapató.
|