Εικόν’ αχειροποίητη
μες στην καρδιά μου σ’ είχα
κι είχα για μόνο φυλαχτό
μια της κορφής σου τρίχα
Όνειρα μες στον ύπνο μου
μαυροφτερουγιασμένα
σαν περιστέρι στη σπηλιά
με τάραξαν για σένα.
Τ’ αηδόνια αυτά που κελαηδούν
μου φαίνονται να κλαίνε
κίνδυνο, μαύρο σύννεφο
οι μάγισσες μου λένε.
Να σε χαρεί κι η άνοιξη
μαζί με τα λουλούδια
όπου `ναι σαν αμέτρητα
ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σχολειό δεν έμαθες
να γράφεις ραβασάκια
στα χείλη σου τα ρόδινα
που τα `βρες τα φαρμάκια.
Στα μάτια τα ψιχαλιστά
πωχ’ έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει.
|
Ikón’ achiropiiti
mes stin kardiá mu s’ icha
ki icha gia móno filachtó
mia tis korfís su trícha
Όnira mes ston ípno mu
mavrofterugiasména
san peristéri sti spiliá
me táraksan gia séna.
T’ aidónia aftá pu kelaidun
mu fenonte na klene
kíndino, mavro sínnefo
i mágisses mu léne.
Na se chari ki i ániksi
mazí me ta luludia
ópu `ne san amétrita
zografistá tragudia.
Si sto scholió den émathes
na gráfis ravasákia
sta chili su ta ródina
pu ta `vres ta farmákia.
Sta mátia ta psichalistá
poch’ érotas kartéri,
póso methísi méthisa
énas Theós to kséri.
|