Το χέρι είχες στην καρδιά
και ψεύτικα ορκιζόσουν,
πως αν γινόμουνα σκαρί,
θάλασσα θα γινόσουν.
Μα τώρα πλέω μοναχός
με την καρδιά στο χέρι,
χαμένος στον χειμώνα μου
αυτό το καλοκαίρι.
Γιατί η καρδιά είναι εικόνα που δακρύζει
και κάνει θαύματα.
Γιατί η καρδιά είναι στρατιώτης που ελπίζει
μέσα στα τραύματα.
Μπορεί στην Πάτμο να `τανε,
μπορεί να `ταν στη Σίφνο,
μου μάθαινες το βότσαλο
στη θάλασσα να ρίχνω.
Κι εμένα η καρδούλα μου
στα κύματα πηδούσε,
με τα δελφίνια χόρευε,
με τον αφρό μεθούσε.
Γιατί η καρδιά είναι εικόνα που δακρύζει
και κάνει θαύματα.
Γιατί η καρδιά είναι στρατιώτης που ελπίζει
μέσα στα τραύματα.
|
To chéri iches stin kardiá
ke pseftika orkizósun,
pos an ginómuna skarí,
thálassa tha ginósun.
Ma tóra pléo monachós
me tin kardiá sto chéri,
chaménos ston chimóna mu
aftó to kalokeri.
Giatí i kardiá ine ikóna pu dakrízi
ke káni thafmata.
Giatí i kardiá ine stratiótis pu elpízi
mésa sta trafmata.
Bori stin Pátmo na `tane,
bori na `tan sti Sífno,
mu máthenes to vótsalo
sti thálassa na ríchno.
Ki eména i kardula mu
sta kímata piduse,
me ta delfínia chóreve,
me ton afró methuse.
Giatí i kardiá ine ikóna pu dakrízi
ke káni thafmata.
Giatí i kardiá ine stratiótis pu elpízi
mésa sta trafmata.
|