Δεν σ΄έχω,
σφίγγω τα χέρια μου γροθιά για να αντέχω,
την ερημιά μέσα στη πόλη τη μεγάλη,
κάθε γωνιά της κρύβει απόψε κάποιαν άλλη,
δεν σ΄έχω.
Κι είμαι το δάκρυ, μέσ΄ στο μάτι το θλιμμένο,
το φως που χάθηκε απ΄ τα σύννεφα διωγμένο,
παλιό καράβι που του σχίσαν τα πανιά.
Κι είμαι σκουπίδι, στον αέρα πεταμένο,
στάχτη που απόμεινε από κούτσουρο καμμένο,
τζάμι που έσπασε τη νύχτα στο χιονιά.
Δεν σ΄ έχω,
τι μου απόμεινε στ’ αλήθεια να προσέχω,
οι αναμνήσεις μου βαραίνουνε τους ώμους,
πόδια που σέρνονται αργά μέσα στους δρόμους,
δεν σ΄ έχω.
|
Den s΄écho,
sfíngo ta chéria mu grothiá gia na antécho,
tin erimiá mésa sti póli ti megáli,
káthe goniá tis krívi apópse kápian álli,
den s΄écho.
Ki ime to dákri, més΄ sto máti to thlimméno,
to fos pu cháthike ap΄ ta sínnefa diogméno,
palió karávi pu tu schísan ta paniá.
Ki ime skupídi, ston aéra petaméno,
stáchti pu apómine apó kutsuro kamméno,
tzámi pu éspase ti níchta sto chioniá.
Den s΄ écho,
ti mu apómine st’ alíthia na prosécho,
i anamnísis mu varenune tus ómus,
pódia pu sérnonte argá mésa stus drómus,
den s΄ écho.
|