Αυτός που βάζει στο καπό γιασεμιά
αυτός που γράφει στο παρμπρίζ τις καλημέρες
αυτός που γίνεται της νύχτας σου σκιά
αυτός που ξέχασε δουλεία και σπίτι μέρες
Είμαι εγώ που μπροστά σου δε βγαίνω
σ’ αγαπώ σαν τρελός μα σωπαίνω
είμαι εγώ που το όχι φοβάμαι
και με ελπίδες τις νύχτες κοιμάμαι
Αυτός που πιάνει τις γωνιές μόλις φανείς
αυτός που παίρνει στο τηλέφωνο και κλείνει
αυτός που γέμιζε τους τοίχους σ’ αγαπώ
αυτός που σκέφτεται εσένα και αργοσβήνει
Είμαι εγώ που μπροστά σου δε βγαίνω
σ’ αγαπώ σαν τρελός μα σωπαίνω
είμαι εγώ που το όχι φοβάμαι
και με ελπίδες τις νύχτες κοιμάμαι
|
Aftós pu vázi sto kapó giasemiá
aftós pu gráfi sto parbríz tis kaliméres
aftós pu ginete tis níchtas su skiá
aftós pu kséchase dulia ke spíti méres
Ime egó pu brostá su de vgeno
s’ agapó san trelós ma sopeno
ime egó pu to óchi fováme
ke me elpídes tis níchtes kimáme
Aftós pu piáni tis goniés mólis fanis
aftós pu perni sto tiléfono ke klini
aftós pu gémize tus tichus s’ agapó
aftós pu skéftete eséna ke argosvíni
Ime egó pu brostá su de vgeno
s’ agapó san trelós ma sopeno
ime egó pu to óchi fováme
ke me elpídes tis níchtes kimáme
|