Μ’ αρέσουνε της νύχτας τα καμώματα
το γλέντι
το πιοτό
το χασομέρι
στο σπίτι μου γυρνάω ξημερώματα
και ρώτησε τον ήλιο αν με ξέρει
Δεν κάνω σχέδια
και δεν κοιτώ την ώρα
είμαι γυναίκα της χαράς
του εδώ
και τώρα
δεν κάνω σχέδια
και δεν κοιτώ την ώρα
είμαι γυναίκα της χαράς
του εδώ
και τώρα
Τη μία με την άλλη με το μάξι μου
γυρνάω στα μπουζούκια όπου γλεντάνε
σπασμένο το κοντέρ μέσα στ’ αμάξι μου
και πίσω τα εκατό να μου σφυράνε
Δεν κάνω σχέδια
και δεν κοιτώ την ώρα
είμαι γυναίκα της χαράς
του εδώ
και τώρα
δεν κάνω σχέδια
και δεν κοιτώ την ώρα
είμαι γυναίκα της χαράς
του εδώ
και τώρα
Δεν κάνω σχέδια
και δεν κοιτώ την ώρα
είμαι γυναίκα της χαράς
του εδώ
και τώρα
δεν κάνω σχέδια
και δεν κοιτώ την ώρα
είμαι γυναίκα της χαράς
του εδώ
και τώρα
|
M’ arésune tis níchtas ta kamómata
to glénti
to piotó
to chasoméri
sto spíti mu girnáo ksimerómata
ke rótise ton ílio an me kséri
Den káno schédia
ke den kitó tin óra
ime gineka tis charás
tu edó
ke tóra
den káno schédia
ke den kitó tin óra
ime gineka tis charás
tu edó
ke tóra
Ti mía me tin álli me to máksi mu
girnáo sta buzukia ópu glentáne
spasméno to kontér mésa st’ amáksi mu
ke píso ta ekató na mu sfiráne
Den káno schédia
ke den kitó tin óra
ime gineka tis charás
tu edó
ke tóra
den káno schédia
ke den kitó tin óra
ime gineka tis charás
tu edó
ke tóra
Den káno schédia
ke den kitó tin óra
ime gineka tis charás
tu edó
ke tóra
den káno schédia
ke den kitó tin óra
ime gineka tis charás
tu edó
ke tóra
|