Έμεινα μόνος μου και μίλαγα
σ’ ένα φανταστικό ακροατή
τη μοναξιά μου παραφύλαγα
να μη με κλείσει μες το ψεύτικο κελί
Τ’ αυτί μου βούιζε
και πάντα πίστευα πως κάποιος τώρα θα με μελετάει
κάτι καθάριζε απ’ έξω χάραζε
ας μείνει ατέλειωτη η γραφή κι ας πάει
Είμαστε όλοι εδώ
αόρατοι και ορατοί
είμαστε όλοι εδώ
γραμμένοι στο βράχο με χρυσή γραφή
Με πήρε η νύχτα σου
κι εσύ μου ‘κλεψες μια ανάσα και κοιμήθηκες
όλοι μες τ’ όνειρο δεν τους λυπήθηκες
όποιος γλιτώσει κι όποιον πιάσεις μες τα δίχτυα σου
απών στη δίκη μου, το δεκανίκι μου
πόσα χρόνια στο κελί θα μπαινοβγαίνω
θέλω το σπίτι μου, δίνω το νοίκι μου
για πάντα μόνος μου να ζω και να πεθαίνω
ορχήστρα της σιωπής, χορεύω ξημερώματα
μες στης αυγής τα χρώματα.
|
Έmina mónos mu ke mílaga
s’ éna fantastikó akroatí
ti monaksiá mu parafílaga
na mi me klisi mes to pseftiko kelí
T’ aftí mu vuize
ke pánta písteva pos kápios tóra tha me meletái
káti kathárize ap’ ékso cháraze
as mini atélioti i grafí ki as pái
Imaste óli edó
aórati ke orati
imaste óli edó
gramméni sto vrácho me chrisí grafí
Me píre i níchta su
ki esí mu ‘klepses mia anása ke kimíthikes
óli mes t’ óniro den tus lipíthikes
ópios glitósi ki ópion piásis mes ta díchtia su
apón sti díki mu, to dekaníki mu
pósa chrónia sto kelí tha benovgeno
thélo to spíti mu, díno to niki mu
gia pánta mónos mu na zo ke na petheno
orchístra tis siopís, chorevo ksimerómata
mes stis avgís ta chrómata.
|