Στα σκαλοπάτια μου ακούω τα βήματα της,
νιώθω κοντά μου την ανάσα, τη φωτιά της.
Μα είναι η σκέψη μου τρελή,
μα είναι η σκέψη μου τρελή
έξω ξημέρωσε κι ακόμα να φανεί.
Δεν τον χωράει τον καημό
του χωρισμού, η κάμαρα μου
περπάτησα να ξεχαστώ
μα η οπτασία της ερχότανε μπροστά μου.
Στην παραζάλη μου μεθώ απ’ τα φιλιά της
νιώθω πως βρίσκομαι ξανά στην αγκαλιά της.
Μα είναι η σκέψη μου τρελή,
μα είναι η σκέψη μου τρελή
έξω ξημέρωσε κι ακόμα να φανεί.
Δεν τον χωράει τον καημό
του χωρισμού, η κάμαρα μου
Περπάτησα να ξεχαστώ
μα η οπτασία της ερχότανε μπροστά μου.
|
Sta skalopátia mu akuo ta vímata tis,
niótho kontá mu tin anása, ti fotiá tis.
Ma ine i sképsi mu trelí,
ma ine i sképsi mu trelí
ékso ksimérose ki akóma na fani.
Den ton chorái ton kaimó
tu chorismu, i kámara mu
perpátisa na ksechastó
ma i optasía tis erchótane brostá mu.
Stin parazáli mu methó ap’ ta filiá tis
niótho pos vrískome ksaná stin agkaliá tis.
Ma ine i sképsi mu trelí,
ma ine i sképsi mu trelí
ékso ksimérose ki akóma na fani.
Den ton chorái ton kaimó
tu chorismu, i kámara mu
Perpátisa na ksechastó
ma i optasía tis erchótane brostá mu.
|