Όταν δεις πουλάκια λυπημένα,
μαραμένα τ’ άνθη στα κλαδιά,
τ’ άστρα τ’ ουρανού να `ναι σβησμένα
σαν αγέλαστα, χλωμά παιδιά.
Είναι ο δικός μου ο καημός
που `χει γίνει αναστεναγμός,
που `χει γίνει αναστεναγμός,
είναι ο δικός μου ο καημός,
είναι ο δικός μου ο καημός
που `χει γίνει αναστεναγμός.
Όταν δεις νυχτιά χωρίς φεγγάρι,
μαύρα σύννεφα στον ουρανό,
στο δεντρί να τρέμει το κλωνάρι,
γκρίζο και θολό το δειλινό.
Είναι ο δικός μου ο καημός
που `χει γίνει αναστεναγμός,
που `χει γίνει αναστεναγμός,
είναι ο δικός μου ο καημός,
είναι ο δικός μου ο καημός
που `χει γίνει αναστεναγμός,
που `χει γίνει αναστεναγμός.
|
Όtan dis pulákia lipiména,
maraména t’ ánthi sta kladiá,
t’ ástra t’ uranu na `ne svisména
san agélasta, chlomá pediá.
Ine o dikós mu o kaimós
pu `chi gini anastenagmós,
pu `chi gini anastenagmós,
ine o dikós mu o kaimós,
ine o dikós mu o kaimós
pu `chi gini anastenagmós.
Όtan dis nichtiá chorís fengári,
mavra sínnefa ston uranó,
sto dentrí na trémi to klonári,
gkrízo ke tholó to dilinó.
Ine o dikós mu o kaimós
pu `chi gini anastenagmós,
pu `chi gini anastenagmós,
ine o dikós mu o kaimós,
ine o dikós mu o kaimós
pu `chi gini anastenagmós,
pu `chi gini anastenagmós.
|