Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνη λαβωμένο.
|
Ine palió to limáni, den boró pia na periméno
ute to fílo pu éfige sto nisí me ta pefka,
ute to fílo pu éfige sto nisí me ta platánia,
ute to fílo pu éfige gia t’ anichtá.
Chaidevo ta skuriasména kanónia, chaidevo ta kupiá
na zontanépsi to kormí mu ke n’ apofasísi.
Ta karavópana dínun móno ti mirodiá
tu alatiu tis állis trikimías.
An to thélisa na mino mónos, girepsa
ti monaksiá, de girepsa mia tétia apantochí,
to kommátiasma tis psichís mu ston orízonta,
aftés tis grammés, aftá ta chrómata, aftí ti sigí.
T’ ástra tis níchtas me girízun stin prosdokía
tu Odisséa gia tus nekrus mes st’ asfodília.
Mes st’ asfodília san aráksame edó péra thélame na vrume
ti lagkadiá pu ide ton Άdoni lavoméno.
|