Απόψε πάλι, φίλοι μου,
είναι πικρά τα χείλη μου,
κλαίει η δόλια μου η ψυχή
κι αναστενάζει όλη η γη,
κλαίει η δόλια μου η ψυχή
κι αναστενάζει όλη η γη.
Αχ και δεν αντέχω πια.
Σε ποιον τον πόνο μου να πω,
ίσως και παρηγορηθώ,
κάποιας γυναίκας η οργή
μου `χει ρημάξει την ζωή,
κάποιας γυναίκας η οργή
μου `χει ρημάξει την ζωή.
Αχ και δεν αντέχω πια.
Κάθομαι μόνος, σκεφτικός,
κλαμένος, μελαγχολικός,
και τη φτωχή μου την καρδιά
την εσκεπάζει η συννεφιά,
και τη φτωχή μου την καρδιά
την εσκεπάζει η συννεφιά.
Αχ και δεν αντέχω πια
|
Apópse páli, fíli mu,
ine pikrá ta chili mu,
klei i dólia mu i psichí
ki anastenázi óli i gi,
klei i dólia mu i psichí
ki anastenázi óli i gi.
Ach ke den antécho pia.
Se pion ton póno mu na po,
ísos ke parigorithó,
kápias ginekas i orgí
mu `chi rimáksi tin zoí,
kápias ginekas i orgí
mu `chi rimáksi tin zoí.
Ach ke den antécho pia.
Káthome mónos, skeftikós,
klaménos, melagcholikós,
ke ti ftochí mu tin kardiá
tin eskepázi i sinnefiá,
ke ti ftochí mu tin kardiá
tin eskepázi i sinnefiá.
Ach ke den antécho pia
|