Σε γνώρισα στα δεκαεφτά χρόνια
παιδί σχεδόν αμύριστη κολόνια
Στο πρώτο ραντεβού είπα φοβάμαι
Ειρωνεία
Μου έπιασες δειλά δειλά το χέρι
μου είπες που βαδίζουμε ποιος ξέρει
και όνειρα μου φτιάχνεις να χωράμε
Και ζήλεψε ο χρόνος την αγάπη
εκδίκηση ζητούσε βρήκε κάτι
Σε παίρνει και μ’ αφήνει μια μικρή φωτογραφία
τυπωμένη για τους δυο μας ιστορία.
Παλεύω με της φύσης τα στοιχεία γιατί Θεέ μου τόση αδικία και ακούω τη φωνή σου
να μου λέει ζω μαζί σου η καρδιά μου είναι χαμένη στη δική σου
Περάσαμε δυο χρόνια ευτυχισμένοι ποτέ εμείς δεν νιώσαμε πια ξένοι
μου έλεγες τι άλλο πια ζητάμε
Το χόμπι σου παλιές φωτογραφίες μ’ αυτές έφτιαχνες χίλιες δυο ιστορίες
σου άρεσε κρυφές να τις κρατάμε
Και ζήλεψε ο χρόνος την αγάπη
εκδίκηση ζητούσε βρήκε κάτι
Σε παίρνει και μ’ αφήνει μια μικρή φωτογραφία
τυπωμένη για τους δυο μας ιστορία.
|
Se gnórisa sta dekaeftá chrónia
pedí schedón amíristi kolónia
Sto próto rantevu ipa fováme
Ironia
Mu épiases dilá dilá to chéri
mu ipes pu vadízume pios kséri
ke ónira mu ftiáchnis na choráme
Ke zílepse o chrónos tin agápi
ekdíkisi zituse vríke káti
Se perni ke m’ afíni mia mikrí fotografía
tipoméni gia tus dio mas istoría.
Palevo me tis físis ta stichia giatí Theé mu tósi adikía ke akuo ti foní su
na mu léi zo mazí su i kardiá mu ine chaméni sti dikí su
Perásame dio chrónia eftichisméni poté emis den niósame pia kséni
mu éleges ti állo pia zitáme
To chóbi su paliés fotografíes m’ aftés éftiachnes chílies dio istoríes
su árese krifés na tis kratáme
Ke zílepse o chrónos tin agápi
ekdíkisi zituse vríke káti
Se perni ke m’ afíni mia mikrí fotografía
tipoméni gia tus dio mas istoría.
|