Κάποια μέρα ξαφνικά
ήρθες κι είπες «Δε με νοιάζουν τα αισθήματα.
θέλω πράγματα υλικά,
όποια κι αν είναι τα τιμήματα».
Τόσα χρόνια ήσουν παιδί.
Σιγουριά κι αγάπη σου ‘δινα και μου ’δινες.
Τώρα φεύγεις επειδή,
ζητάς αγάπες πιο βελούδινες.
Είσαι η ίδια μου η ζωή.
Μην ξοδεύεσαι στην πιάτσα σαν μισθός.
Θα βρεθείς ένα πρωί,
ολομόναχη εκεί που ντρέπεται ο βυθός.
Θες να ζούμε χωριστά.
Ονειρεύεσαι παλάτια και λεφτά.
Είσαι η ίδια μου η ζωή.
Διψασμένη, ερωτευμένη, ένοχη, ακριβή.
Είσαι η ίδια μου η ζωή.
Κι όμως ζούμε χωρισμένοι από τα πράγματα.
Θεέ μου, ας έρθει πια η στιγμή,
να ξαναρχίσουνε τα θαύματα
|
Kápia méra ksafniká
írthes ki ipes «De me niázun ta esthímata.
thélo prágmata iliká,
ópia ki an ine ta timímata».
Tósa chrónia ísun pedí.
Siguriá ki agápi su ‘dina ke mu ’dines.
Tóra fevgis epidí,
zitás agápes pio veludines.
Ise i ídia mu i zoí.
Min ksodevese stin piátsa san misthós.
Tha vrethis éna pri,
olomónachi eki pu ntrépete o vithós.
Thes na zume choristá.
Onirevese palátia ke leftá.
Ise i ídia mu i zoí.
Dipsasméni, erotevméni, énochi, akriví.
Ise i ídia mu i zoí.
Ki ómos zume chorisméni apó ta prágmata.
Theé mu, as érthi pia i stigmí,
na ksanarchísune ta thafmata
|