Πυκνή ομίχλη στο λιμάνι
κι ο Παναγιώτης απ’ τη Μάνη
λειώνει στο κλάμα
Σφυρίζουν στα βαθειά καράβια
σιωπή και νέκρα στα μουράγια
κι ούτε ένα γράμμα
Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε
γιατί τον ξέχασε, παντοτινά
Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε
και μένει μόνος του, τα δειλινά
Μονάχος τώρα στην κουβέρτα
βαριά η καρδιά του σαν την πέτρα
μετράει τ’ αστέρια
κι ο νους του τρέχει στο νησί του
στην όμορφη του τη καλή του
τα μεσημέρια
Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε
γιατί τον ξέχασε, παντοτινά
Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε
και μένει μόνος του, τα δειλινά (Χ2)
|
Pikní omíchli sto limáni
ki o Panagiótis ap’ ti Máni
lióni sto kláma
Sfirízun sta vathiá karávia
siopí ke nékra sta murágia
ki ute éna grámma
Iche ki ekinos mian agápi ke tin échase
giatí ton kséchase, pantotiná
Iche ki ekinos mian agápi ke tin échase
ke méni mónos tu, ta diliná
Monáchos tóra stin kuvérta
variá i kardiá tu san tin pétra
metrái t’ astéria
ki o nus tu tréchi sto nisí tu
stin ómorfi tu ti kalí tu
ta mesiméria
Iche ki ekinos mian agápi ke tin échase
giatí ton kséchase, pantotiná
Iche ki ekinos mian agápi ke tin échase
ke méni mónos tu, ta diliná (Ch2)
|