Έξι μήνες, δύο μέρες και μια ώρα
ταξιδεύεις και φυλλομετρώ το χρόνο.
Μ’ ένα τσάκισμα της νύχτας θα ‘ρθω πλώρα,
να σου πω σαν θα γυρίσεις τι σκαρώνω.
Σιωπητήριο χτυπώ στην παραλία,
είν’ ο χρόνος ρολογάς και ξεκουρδίζει.
Τα φιλιά πριν τα ταιριάξει μια Αγία,
μες στις θάλασσες τα πάθη μας ορίζει.
Κύμα που μελαγχόλησες,
μεσούρανα μας χώρισες,
κι η Παναγιά Μενεξεδιά
μου ‘πε μη βγάλω τσιμουδιά.
Τ’ ανέμου οι σκοποβολές
κάνουν τα μάτια μου βροχές,
το δάκρυ φέρνει συννεφιά
κι έχω μια αγάπη στα βαθιά.
Έξι μήνες, δύο μέρες και μια ώρα
ταξιδεύει το μυαλό μου με τον πόνο.
Στα σμιχτά σου τα μεσόφρυδα που τώρα
για μπουρίνια τα μετρώ και τα σκοτώνω.
Θα ‘μαι πάντα μια φανέλα για το κρύο,
μια σταξιά απ’ το τσιγάρο πριν το σβήσεις.
Της φουρτούνας σου τ’ απάγκιο μες στο πλοίο,
δυο φιλιά μεσημβρινά σαν θα γυρίσεις.
|
Έksi mínes, dío méres ke mia óra
taksidevis ke fillometró to chróno.
M’ éna tsákisma tis níchtas tha ‘rtho plóra,
na su po san tha girísis ti skaróno.
Siopitírio chtipó stin paralía,
in’ o chrónos rologás ke ksekurdízi.
Ta filiá prin ta teriáksi mia Agia,
mes stis thálasses ta páthi mas orízi.
Kíma pu melagchólises,
mesurana mas chórises,
ki i Panagiá Meneksediá
mu ‘pe mi vgálo tsimudiá.
T’ anému i skopovolés
kánun ta mátia mu vrochés,
to dákri férni sinnefiá
ki écho mia agápi sta vathiá.
Έksi mínes, dío méres ke mia óra
taksidevi to mialó mu me ton póno.
Sta smichtá su ta mesófrida pu tóra
gia burínia ta metró ke ta skotóno.
Tha ‘me pánta mia fanéla gia to krío,
mia staksiá ap’ to tsigáro prin to svísis.
Tis furtunas su t’ apágkio mes sto plio,
dio filiá mesimvriná san tha girísis.
|