Με την πλάτη πάνω στον τοίχο
με το φόβο μην αποτύχω
σ’ ένα ρόλο άχαρο, βουβό
κι εσύ με γερτό το κεφάλι
να γελάς μ’ αυτό μου το χάλι
και να μου τσακίζεις το μυαλό
Βαρέθηκα να παίζω
εκτός έδρας
βαρέθηκα στη μάχη της εξέδρας
να ’μαι θύμα εγώ
Μου `λεγες γλυκά παραμύθια
μου ’γινες αρρώστεια, συνήθεια
ξέχασα και λόγια και σκοπό
Μου ‘πες είμαι αυτό που δε φτάνεις
εσύ ξέρεις μόνο να χάνεις
κι εγώ να σκοτώνω ό,τι αγαπώ
Την κλεισμένη πόρτα ανοίγω
ήρθε η ώρα μου και θα φύγω
η παρτίδα τελείωσε εδώ
κι αν χαθώ σ’ αυτό το ταξίδι
θα ‘ναι παίζοντας το παιχνίδι
και πληρώνοντας ό,τι αγαπώ
|
Me tin pláti páno ston ticho
me to fóvo min apotícho
s’ éna rólo ácharo, vuvó
ki esí me gertó to kefáli
na gelás m’ aftó mu to cháli
ke na mu tsakízis to mialó
Oaréthika na pezo
ektós édras
varéthika sti máchi tis eksédras
na ’me thíma egó
Mu `leges gliká paramíthia
mu ’gines arróstia, siníthia
kséchasa ke lógia ke skopó
Mu ‘pes ime aftó pu de ftánis
esí kséris móno na chánis
ki egó na skotóno ó,ti agapó
Tin klisméni pórta anigo
írthe i óra mu ke tha fígo
i partída teliose edó
ki an chathó s’ aftó to taksídi
tha ‘ne pezontas to pechnídi
ke plirónontas ó,ti agapó
|