Ένα κομματάκι σπάγκο
που δεν κάνει ένα φράγκο,
δέκα χάντρες μου θυμίζουν
πίκρες που με βασανίζουν,
πίκρες που με βασανίζουν
και καημούς που μας χωρίζουν.
Όταν ήμαστε οι δυο μας
ήτανε ο σύντροφός μας
κι άκουγε τα μυστικά μας
και τα ερωτόλογά μας,
και τα ερωτόλογά μας
και τους χτύπους της καρδιάς μας.
Τώρα σαν φωτιά στο χέρι,
κάθε χάντρα και μαχαίρι,
μου ματώνει την καρδιά μου,
αχ! και να ‘σουνα κοντά μου,
αχ! και να ‘σουνα κοντά μου
να `διωχνες τη συμφορά μου.
|
Έna kommatáki spágko
pu den káni éna frágko,
déka chántres mu thimízun
píkres pu me vasanízun,
píkres pu me vasanízun
ke kaimus pu mas chorízun.
Όtan ímaste i dio mas
ítane o síntrofós mas
ki ákuge ta mistiká mas
ke ta erotólogá mas,
ke ta erotólogá mas
ke tus chtípus tis kardiás mas.
Tóra san fotiá sto chéri,
káthe chántra ke macheri,
mu matóni tin kardiá mu,
ach! ke na ‘suna kontá mu,
ach! ke na ‘suna kontá mu
na `diochnes ti simforá mu.
|