Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να ‘τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το ‘καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…
|
Apáno mu écho pántote sti zóni mu sfigméno
éna palió afrikániko atsálino macheri
ópos aftá pu sinithun ke pezun i arapádes
pu apó énan géro éboro agórasa st’ Algéri.
Thimáme, os tóra na ‘tane, to géro paleopóli,
ópu émiaze me mia paliá elegrafía tu Gkógia,
orthón plái se makriá spathiá ke se stolés schisménes,
na léi me mia vrachní foní ta parakátu lógia:
«Etuto to macheri, edó, pu thélis n’ agorásis
me istoríes allókotes o thrílos to `chi zósi,
ki óli to ksérun pos afti pu kápia forá to `chan,
kathénas kápion ánthropo dikó tu échi skotósi.
O Don Bazílio skótose m’ aftó ti Dóna Tzulia,
tin ómorfi gineka tu giatí ton apatuse.
o Kónte António, mia vradiá, ton dísticho adelfó tu
me to macheri tuto edó krifá dolofonuse.
Έnas arápis ti mikrí eroméni tu apó zília
ke kápios naftis Italós éna Grekó lostrómo.
Chéri me chéri ksépese ke sta diká mu chéria.
Pollá échun di ta mátia mu, ma aftó mu férni trómo.
Skípse ke des to, mia ágkira ki éna ikósimo échi,
ine alafrí gia piáse to den pái ute éna kuárto,
ma egó tha se simvuleva káti állo n’ agorásis.»
Póso échi; Móno frágka eftá. Afu to thélis pár’to.
Έna stiléto écho mikró sti zóni mu sfigméno,
pu i idiotropía m’ ékame ke to ‘kama dikó mu,
ki afu kanéna de misó ston kósmo na skotóso,
fováme mi kamiá forá to strépso ston eaftó mu…
|