Ένα μικρό καράβι,
στην πόρτα μου αραγμένο
τα φώτα του ανάβει,
όταν στο νου σε φέρνω.
Μα κάνεις τόσα λάθη
και πια δε σου χαρίζεται,
κατρακυλάει στη σκάλα
και βυθίζεται.
Ένα μικρό καράβι,
στη θάλασσα του χρόνου,
την άγκυρα του πόνου,
βαθιά μου πέταξε.
Και όλα τα ταξίδια
που μου ‘χες τάξει φως μου,
θυμήθηκε η ψυχή μου
κι αναστέναξε.
Ένα μικρό καράβι,
με σένα κυβερνήτη,
τώρα για που σαλπάρει
κι ερήμωσε το σπίτι.
Δε λέω να μην παίξεις,
την τρέλα σου τη σέβομαι,
μα εσύ το παρακάνεις
και παιδεύομαι.
|
Έna mikró karávi,
stin pórta mu aragméno
ta fóta tu anávi,
ótan sto nu se férno.
Ma kánis tósa láthi
ke pia de su charízete,
katrakilái sti skála
ke vithízete.
Έna mikró karávi,
sti thálassa tu chrónu,
tin ágkira tu pónu,
vathiá mu pétakse.
Ke óla ta taksídia
pu mu ‘ches táksi fos mu,
thimíthike i psichí mu
ki anasténakse.
Έna mikró karávi,
me séna kiverníti,
tóra gia pu salpári
ki erímose to spíti.
De léo na min peksis,
tin tréla su ti sévome,
ma esí to parakánis
ke pedevome.
|