Πήραμε τους δρόμους
μόνοι στο σκοτάδι
κι είχαμε για λάμπα
μόνο το φεγγάρι.
Και γυρίζαμε πιασμένοι
χέρι χέρι τα στενά
που κοιμούνται τα παιδιά
κι έχουν όνειρα πολλά.
Μα τ’ αστέρια που `ναι πιο ψηλά
μας βλέπουνε μόνους μες στην παγωνιά.
Μας βλέπουνε μόνους μες στην παγωνιά
με συντροφιά τον πόνο και δίψα για χαρά.
Βάλαμε την πλώρη
να βρούμε με τη χαρά
μα βρήκαμε εμπόδια
εμπόδια πολλά.
Και τα όνειρα που κάναμε
βγήκαν ένα ψέμα
και γίνανε ρημάδια
καραβοτσακισμένα.
Μα τ’ αστέρια που `ναι πιο ψηλά
μας βλέπουνε μόνους μες στην παγωνιά.
Μας βλέπουνε μόνους μες στην παγωνιά
με συντροφιά τον πόνο και δίψα για χαρά
|
Pírame tus drómus
móni sto skotádi
ki ichame gia lába
móno to fengári.
Ke girízame piasméni
chéri chéri ta stená
pu kimunte ta pediá
ki échun ónira pollá.
Ma t’ astéria pu `ne pio psilá
mas vlépune mónus mes stin pagoniá.
Mas vlépune mónus mes stin pagoniá
me sintrofiá ton póno ke dípsa gia chará.
Oálame tin plóri
na vrume me ti chará
ma vríkame ebódia
ebódia pollá.
Ke ta ónira pu káname
vgíkan éna pséma
ke ginane rimádia
karavotsakisména.
Ma t’ astéria pu `ne pio psilá
mas vlépune mónus mes stin pagoniá.
Mas vlépune mónus mes stin pagoniá
me sintrofiá ton póno ke dípsa gia chará
|