Πάνω σ’ ένα δίσκο, σαν τον ίσκιο
να σε βρίσκω,
να ‘σαι μια βεντάλια, μια ανταύγεια,
μια νεράιδα
Κι αν χαθώ ξανά,
στους πιο σκοτεινούς του νου σου δρόμους
θ’ ανάψω μια μικρή φωτιά,
πίσω από τους νόθους σου τους φόβους
Να ‘χω τα δυο μάτια σου φωτισμένα
και στην πόλη ρίχτα
πίσω από τις φλόγες τους
πυρκαγιά να κάψει αυτή τη νύχτα
Απορεί ο ουρανός, πως μια τοσοδούλα στιγμή ασημαντότητας
στο άπειρο, στον άπειρο χρόνο, κρύβει έναν ατέλειωτο παράδεισο
ανατροπής. Ολοκληρωτικής. Χαοτικής. Υπέροχης. Υπεροχής.
Πλησιάζει τότε το φινιστρίνι και χαϊδεύει με τη ματιά του το βρέφος.
Το γόνο. Και του δίνει ονόματα.
Γιάννης, Κώστας, Ελένη, Θανάσης, Ανδρομάχη, Σοφία, Σταμάτης,
Μαρία, Κυριάκος, Κυριακή, Γιώργος, Πέτρος, Σταυρούλα, Νικολέτα,
Αλέξης, Αλεξάνδρα, Αναστάσης, Τασία, Άννα
Ακόμα κι απ’ τον ίσκιο σου στον τοίχο
μέσ’ τη τανάλια της βεντάλιας σου σε βρίσκω
λείψανο κι όμως, τα βρέφη σου γεννάει
τούτη η ιδέα τις γενιές τις προσπερνάει
Έρωτας για το δήθεν και το πνεύμα
κείνο το μπαμ που καψαλίζει τ’ άσπρο δέρμα
κείνο το αχ που τ’ άδειο χέρι σου οπλίζει
τη συνταγή της εξουσίας που φοβίζει
Κι έχω χιλιάδες να σου πω, να σε μουσκέψω
κι απ’ τον ιδρώτα σου το φόβο να σου κλέψω
να σε βαφτίσω Ανδρομάχη και Ελένη
να σε πετάξω στη φωτιά που περιμένει
Ένα σπιρτόξυλο κι ο έλικας της θλίψης
ανεμοθύελλα στα τέλματα της σήψης
τους στοιχειωμένους θα σηκώσει απ’ το καζάνι
να ξαναγεννηθεί ζωή κι αυτό μου φτάνει
‘’Κι ας χαθώ ξανά στους ίδιους δρόμους
πίσω από τους νόθους σου τους φόβους
θα ‘χω μια μικρή φωτιά ν’ ανάψω
τούτο το κορμί στο φως να κάψω
Κι ας χαθώ ξανά σ’ αυτά που λένε
τα δυο μάτια σου που σιγοκαίνε
φωτισμένα μέσ’ την πόλη ρίχτα
πυρκαγιά να κάψει αυτή τη νύχτα ”
Και στο σπασμό σου την ανάσα θα κρατήσω
αυτά που κρύβεις ένα-ένα θα τα λύσω
ν’ ανατριχιάσουν οι στιγμές που σε διψάνε
κι οι συμμορίες τα σχοινιά σου που κρατάνε
Ένα σπιρτόξυλο, σημαία και αγχόνη
η φλόγα που όλα τα νικάει και όλα τα λειώνει
τους στοιχειωμένους θα σηκώσει απ’ το καζάνι
να ξαναγεννηθεί ζωή κι αυτό μου φτάνει
Κι ας χαθώ ξανά στους ίδιους δρόμους
πίσω από τους νόθους σου τους φόβους
θα ‘χω μια μικρή φωτιά ν’ ανάψω
τούτο το κορμί στο φως να κάψω
Κι ας χαθώ ξανά σ’ αυτά που λένε
τα δυο μάτια σου που σιγοκαίνε
φωτισμένα μέσ’ την πόλη ρίχτα
πυρκαγιά να κάψει αυτή τη νύχτα
|
Páno s’ éna dísko, san ton ískio
na se vrísko,
na ‘se mia ventália, mia antavgia,
mia neráida
Ki an chathó ksaná,
stus pio skotinus tu nu su drómus
th’ anápso mia mikrí fotiá,
píso apó tus nóthus su tus fóvus
Na ‘cho ta dio mátia su fotisména
ke stin póli ríchta
píso apó tis flóges tus
pirkagiá na kápsi aftí ti níchta
Apori o uranós, pos mia tosodula stigmí asimantótitas
sto ápiro, ston ápiro chróno, krívi énan atélioto parádiso
anatropís. Oloklirotikís. Chaotikís. Ipérochis. Iperochís.
Plisiázi tóte to finistríni ke chaidevi me ti matiá tu to vréfos.
To góno. Ke tu díni onómata.
Giánnis, Kóstas, Eléni, Thanásis, Andromáchi, Sofía, Stamátis,
María, Kiriákos, Kiriakí, Giórgos, Pétros, Stavrula, Nikoléta,
Aléksis, Aleksándra, Anastásis, Tasía, Άnna
Akóma ki ap’ ton ískio su ston ticho
més’ ti tanália tis ventálias su se vrísko
lipsano ki ómos, ta vréfi su gennái
tuti i idéa tis geniés tis prospernái
Έrotas gia to díthen ke to pnevma
kino to bam pu kapsalízi t’ áspro dérma
kino to ach pu t’ ádio chéri su oplízi
ti sintagí tis eksusías pu fovízi
Ki écho chiliádes na su po, na se musképso
ki ap’ ton idróta su to fóvo na su klépso
na se vaftíso Andromáchi ke Eléni
na se petákso sti fotiá pu periméni
Έna spirtóksilo ki o élikas tis thlípsis
anemothíella sta télmata tis sípsis
tus stichioménus tha sikósi ap’ to kazáni
na ksanagennithi zoí ki aftó mu ftáni
‘’Ki as chathó ksaná stus ídius drómus
píso apó tus nóthus su tus fóvus
tha ‘cho mia mikrí fotiá n’ anápso
tuto to kormí sto fos na kápso
Ki as chathó ksaná s’ aftá pu léne
ta dio mátia su pu sigokene
fotisména més’ tin póli ríchta
pirkagiá na kápsi aftí ti níchta ”
Ke sto spasmó su tin anása tha kratíso
aftá pu krívis éna-éna tha ta líso
n’ anatrichiásun i stigmés pu se dipsáne
ki i simmoríes ta schiniá su pu kratáne
Έna spirtóksilo, simea ke agchóni
i flóga pu óla ta nikái ke óla ta lióni
tus stichioménus tha sikósi ap’ to kazáni
na ksanagennithi zoí ki aftó mu ftáni
Ki as chathó ksaná stus ídius drómus
píso apó tus nóthus su tus fóvus
tha ‘cho mia mikrí fotiá n’ anápso
tuto to kormí sto fos na kápso
Ki as chathó ksaná s’ aftá pu léne
ta dio mátia su pu sigokene
fotisména més’ tin póli ríchta
pirkagiá na kápsi aftí ti níchta
|