Ο Κώστας, το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι,
ήθελε σπέσιαλ γκόμενα γυναίκα του να πάρει,
έψαχνε όρη και βουνά, έψαχνε παραλίες
μα πού να βρει γυναίκα με αξίες.
Ώσπου ένα βράδυ ξέπεσε σε πονηρό μπαράκι
και στο σκαμπώ το διπλανό άραξε γυναικάκι,
τα μάτια συναντήθηκαν κι αλλάξανε κουβέντες,
και δώσανε και ραντεβού κάτω απ’ τις άσπρες τέντες.
Κι ένα στήσιμο και το φιλί της το νηστίσιμο
τον βάλανε τον άνθρωπο στης παντρειάς το λούκι
λούκι, λούκι, πω πω τι λούκι,
λούκι, λούκι, τι λούκι ήταν αυτό.
Οι φίλοι του τον ψάχνανε μ’ αυτός ήταν χαμένος,
στην αγκαλιά της γκόμενας ήταν βαθιά χωμένος,
δεν έβγαινε ο άνθρωπος να πάρει λίγο αέρα
στα μάτια την εκοίταζε όλη μέρα.
Ώσπου ένα βράδυ άραξε στο ίδιο το μπαράκι
κι είπε να πιει, όπως παλιά, κανένα ουισκάκι,
τα μάτια της θυμήθηκε κι άρχισε να του λείπει,
μια καληνύχτα ψέλλισε κι έτρεξε για το σπίτι.
Κι ένα στήσιμο και το φιλί της το νηστίσιμο
τον βάλανε τον άνθρωπο στης παντρειάς το λούκι
λούκι, λούκι, πω πω τι λούκι,
λούκι, λούκι, τι λούκι ήταν αυτό.
|
O Kóstas, to kaló pedí ke t’ áksio palikári,
íthele spésial gkómena gineka tu na pári,
épsachne óri ke vuná, épsachne paralíes
ma pu na vri gineka me aksíes.
Ώspu éna vrádi ksépese se poniró baráki
ke sto skabó to diplanó árakse ginekáki,
ta mátia sinantíthikan ki alláksane kuvéntes,
ke dósane ke rantevu káto ap’ tis áspres téntes.
Ki éna stísimo ke to filí tis to nistísimo
ton válane ton ánthropo stis pantriás to luki
luki, luki, po po ti luki,
luki, luki, ti luki ítan aftó.
I fíli tu ton psáchnane m’ aftós ítan chaménos,
stin agkaliá tis gkómenas ítan vathiá choménos,
den évgene o ánthropos na pári lígo aéra
sta mátia tin ekitaze óli méra.
Ώspu éna vrádi árakse sto ídio to baráki
ki ipe na pii, ópos paliá, kanéna uiskáki,
ta mátia tis thimíthike ki árchise na tu lipi,
mia kaliníchta pséllise ki étrekse gia to spíti.
Ki éna stísimo ke to filí tis to nistísimo
ton válane ton ánthropo stis pantriás to luki
luki, luki, po po ti luki,
luki, luki, ti luki ítan aftó.
|