Έπιασε βροχή,
δροσιά μου και γιορτή
σκόνη τα παλιά
κι αέρας στα μαλλιά.
Μάτια μου, μάτια μου
μαζεύω τα κομμάτια μου
γυρνάω στο σπίτι
κι έχω τα κλειδιά.
Ώρες που μ’ ανάβει το φεγγάρι
κι αγρυπνώ, ξαγρυπνώ
ψυχή μου εδώ θα ξαναγεννηθώ.
Φως μου ο κεραυνός
είναι του ανέμου ο γιος
κι όταν μου μιλά
τρομάζω από χαρά.
Κράτα με ουρανέ
το ξέρω πως θα πεις το ΝΑΙ
ξεχνάω τη νύχτα
ήλιε μου αδερφέ.
|
Έpiase vrochí,
drosiá mu ke giortí
skóni ta paliá
ki aéras sta malliá.
Mátia mu, mátia mu
mazevo ta kommátia mu
girnáo sto spíti
ki écho ta klidiá.
Ώres pu m’ anávi to fengári
ki agripnó, ksagripnó
psichí mu edó tha ksanagennithó.
Fos mu o keravnós
ine tu anému o gios
ki ótan mu milá
tromázo apó chará.
Kráta me urané
to kséro pos tha pis to NAI
ksechnáo ti níchta
ílie mu aderfé.
|