Τ’ ανθάκια που ξυπνήσανε μια νύχτα στην καρδιά της
τα πήραν και τα κάνανε λόγια τα δάχτυλά της
Στ’ άσπρο χαρτί βάζει φιλί, χρυσή κλωστή το δένει
ανοίγει το παράθυρο, φτερούγισαν οι ανέμοι…
Πέτα πουλί, βιάσου πουλί, καλό μου περιστέρι
Τρέξε να πας πριν την αυγή σ’ εκείνον που σε στέλνει
Γιατί ο καιρός γελά πικρά κι ο άνθρωπος ξεχνάει
Πήγαινε πες πως λέω “ναι” σ’ αυτό που μου ζητάει
|
T’ anthákia pu ksipnísane mia níchta stin kardiá tis
ta píran ke ta kánane lógia ta dáchtilá tis
St’ áspro chartí vázi filí, chrisí klostí to déni
anigi to paráthiro, fterugisan i anémi…
Péta pulí, viásu pulí, kaló mu peristéri
Trékse na pas prin tin avgí s’ ekinon pu se stélni
Giatí o kerós gelá pikrá ki o ánthropos ksechnái
Pígene pes pos léo “ne” s’ aftó pu mu zitái
|