Μ’ έφεραν τα βήματα μου
κι όχι από μόνα τους
στην παλιά την γειτονιά μου
για να βρουν το χώμα τους.
Για να βρουν τα όνειρα μου
τους χαμένους ήλιους μου
την αγάπη μου την πρώτη
τους παλιούς τους φίλους μου.
Κράτα μου καημέ το χέρι
βρήκα δίκοπο μαχαίρι, βρήκα ερημιά.
Σώμα σπρώξε το παιχνίδι
σαπισμένο μου σανίδι δε σ’ αντέχω πια.
Ουρανέ τα βήματα μου
λύγισαν και σκάλωσαν
κει που ήταν τα σκαλιά μου
που πρωτοσκαρφάλωσα.
Ζήση Αγραφιώτη τρία
της αυγής το λίκνο μου
λίγο πριν την προδοσία
στο μεγάλο δείπνο μου.
Κράτα μου καημέ το χέρι
βρήκα δίκοπο μαχαίρι, βρήκα ερημιά.
Σώμα σπρώξε το παιχνίδι
σαπισμένο μου σανίδι δε σ’ αντέχω πια.
|
M’ éferan ta vímata mu
ki óchi apó móna tus
stin paliá tin gitoniá mu
gia na vrun to chóma tus.
Gia na vrun ta ónira mu
tus chaménus ílius mu
tin agápi mu tin próti
tus palius tus fílus mu.
Kráta mu kaimé to chéri
vríka díkopo macheri, vríka erimiá.
Sóma sprókse to pechnídi
sapisméno mu sanídi de s’ antécho pia.
Oirané ta vímata mu
lígisan ke skálosan
ki pu ítan ta skaliá mu
pu protoskarfálosa.
Zísi Agrafióti tría
tis avgís to líkno mu
lígo prin tin prodosía
sto megálo dipno mu.
Kráta mu kaimé to chéri
vríka díkopo macheri, vríka erimiá.
Sóma sprókse to pechnídi
sapisméno mu sanídi de s’ antécho pia.
|