Μια αυγή το φως δε φάνηκε,
βαθιά τα μάτια βασιλέψαν,
μια αυγή μου πήραν την ψυχή…
Είδα τη νύχτα δίπλα μας να γέρνει,
τον άνεμο βροχή να φέρνει
και να λυγίζει η καλαμιά,
είδα τη νύχτα δίπλα μας να γέρνει.
Μες στις άδειες σου ματιές
έσταξε η πληγή το αίμα,
άστραψαν στερνή φορά τα μάτια,
μίλησαν στερνή φορά τα χείλη,
σμίξανε στερνή φορά τα χέρια
και ήρθε πάλι η ερημιά…
|
Mia avgí to fos de fánike,
vathiá ta mátia vasilépsan,
mia avgí mu píran tin psichí…
Ida ti níchta dípla mas na gérni,
ton ánemo vrochí na férni
ke na ligizi i kalamiá,
ida ti níchta dípla mas na gérni.
Mes stis ádies su matiés
éstakse i pligí to ema,
ástrapsan sterní forá ta mátia,
mílisan sterní forá ta chili,
smíksane sterní forá ta chéria
ke írthe páli i erimiá…
|