Δώδεκα μήνες στο στρατό
στη Λάρισα στο Δομοκό
πώς το υπέφερα ο καημένος
μέσα στη γραμμή ζωσμένος
Κανείς δεν ήρθε να με δει
παν τα ματάκια μ’ σαν βροχή
κανείς απ’ τους δικούς μου
συγγενείς κι αγαπητούς μου
Μόν’ η αγάπη μου η καλή
μου στέλνει γράμμα και γραφή
γράφει γράμμα και μου στέλνει
και πικρά μου παραγγέλνει
Ξένε μ’ στα ξένα πώς περνάς;
Ποιος μαγειρεύει και δειπνάς;
Ποιος σου στρώνει και κοιμάσαι
και για μένα δε θυμάσαι;
Παίρνω την κουβερτίτσα μου
καημό πο’ χει η καρδίτσα μου
Αχ, τη στρώνω και κοιμούμαι
και για σένανε θυμούμαι
|
Dódeka mínes sto strató
sti Lárisa sto Domokó
pós to ipéfera o kaiménos
mésa sti grammí zosménos
Kanis den írthe na me di
pan ta matákia m’ san vrochí
kanis ap’ tus dikus mu
singenis ki agapitus mu
Món’ i agápi mu i kalí
mu stélni grámma ke grafí
gráfi grámma ke mu stélni
ke pikrá mu parangélni
Kséne m’ sta kséna pós pernás;
Pios magirevi ke dipnás;
Pios su stróni ke kimáse
ke gia ména de thimáse;
Perno tin kuvertítsa mu
kaimó po’ chi i kardítsa mu
Ach, ti stróno ke kimume
ke gia sénane thimume
|