Δώδεκα χρόνια φυλακή,
κόρη Καλαματιανή,
στα σίδερα κλεισμένος,
πόσα πέρασα ο καημένος.
Κανείς δεν ήρθε, να με ιδεί,
κόρη Καλαματιανή,
από τους εδικούς μου,
συγγενείς και αδελφούς μου.
Παρά μια κόρη που αγαπώ,
πες το, όπως το λέω κι εγώ,
κείνη γραφή μου στέλνει
και κρυφά μου παραγγέλνει.
Στείλε μου το μαντήλι σου,
καημό πο’ ‘χει τ’ αχείλι σου,
στείλ’ το να το πλύνω,
με τα δάκρυα που χύνω.
Που να βρει η κόρη το νερό,
κορίτσι Καλαματιανό,
που να βρει το σαπούνι,
άσπρο, παχουλό πιτσούνι.
|
Dódeka chrónia filakí,
kóri Kalamatianí,
sta sídera klisménos,
pósa pérasa o kaiménos.
Kanis den írthe, na me idi,
kóri Kalamatianí,
apó tus edikus mu,
singenis ke adelfus mu.
Pará mia kóri pu agapó,
pes to, ópos to léo ki egó,
kini grafí mu stélni
ke krifá mu parangélni.
Stile mu to mantíli su,
kaimó po’ ‘chi t’ achili su,
stil’ to na to plíno,
me ta dákria pu chíno.
Pu na vri i kóri to neró,
korítsi Kalamatianó,
pu na vri to sapuni,
áspro, pachuló pitsuni.
|