Έρωτες που μιλούν στ’ αφτί αυτοί γνωρίζουν μόνο
πως ψίθυρο τον ψίθυρο η αγάπη χτίζεται
τις ρίζες του μισού καημού μου ξεριζώνω
γιατί με δάκρυ το φιλί μου δεν ξορκίζεται
Έρωτες που ακούν καλά βήμα απ’ το πρωτοβρόχι
έχουν στα μάτια το Θεό κι ανθρώπους δε φοβούνται
μόνο αγκαλιάζουν τη βροχή και της φωτιάς τη φλόγα
και με το σώμα ανάλαφρο κάθε βραδιά κοιμούνται
Έρωτες που ξυπνούν νωρίς πριν να χαράξει η μέρα
βλέπουν απ’ όλους πιο καλά, σκοτάδι δεν αρκούνται
βλέπουν των άστρων τη δεντριά κι ακόμα παραπέρα
στην επιφάνεια μιας κλωστής τρέχουν και δε φοβούνται
|
Έrotes pu milun st’ aftí afti gnorízun móno
pos psíthiro ton psíthiro i agápi chtízete
tis rízes tu misu kaimu mu kserizóno
giatí me dákri to filí mu den ksorkízete
Έrotes pu akun kalá víma ap’ to protovróchi
échun sta mátia to Theó ki anthrópus de fovunte
móno agkaliázun ti vrochí ke tis fotiás ti flóga
ke me to sóma análafro káthe vradiá kimunte
Έrotes pu ksipnun norís prin na charáksi i méra
vlépun ap’ ólus pio kalá, skotádi den arkunte
vlépun ton ástron ti dentriá ki akóma parapéra
stin epifánia mias klostís tréchun ke de fovunte
|