Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή,
μιαν άλλη που δε θα υπάρχω,
μη φοβηθείς
και θα με βρεις είτε σαν άστρο,
όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα,
είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει,
είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος.
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
μαζεύονται όλοι οι ποιητές
και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα,
μασάν χρυσόσκονη, πηδάνε τα ποτάμια
και περιμένουν
να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν,
να πέσουν μες στον ύπνο σου,
να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου,
να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρό σου
το πρόσωπό μου φωτεινό
να σχηματίζει αστερισμό,
να σου χαμογελάει
και να σου ψιθυρίζει
καληνύχτα…
|
Ki an gennithis kápia stigmí,
mian álli pu de tha ipárcho,
mi fovithis
ke tha me vris ite san ástro,
ótan monáchos perpatás stin pagoméni níchta,
ite sto vlémma enós pediu pu tha se prosperási,
ite sti flóga enós keriu pu tha kratás
diavenontas to skotinó to dásos.
Giatí psilá ston uranó pu katikune t’ ástra
mazevonte óli i piités
ke i erastés kapnízun siopili prásina fílla,
masán chrisóskoni, pidáne ta potámia
ke periménun
na ligothun i asterismi ke na ligothimísun,
na pésun mes ston ípno su,
na ginun anastenagmós stin ákri ton chilión su,
na se ksipnísun ke na dis ap’ to paráthiró su
to prósopó mu fotinó
na schimatízi asterismó,
na su chamogelái
ke na su psithirízi
kaliníchta…
|