Μου το ‘γραψε, μου το `πε, μου το μήνυσε
πως σήκωσε σημαία στο κατάρτι,
από την ξενιτιά του πως ξεκίνησε
και μες στην αγκαλιά μου ότι θα ‘ρθει.
Έρχεται, έρχεται ο θαλασσοδαρμένος μου
απ’ το βαθύ το πέλαγο και από την ξενιτιά του.
Έρχεται, έρχεται ο πολυαγαπημένος μου
και τι καημός στα χείλη του και οργή μες στη ματιά του.
Αν έμπλεξες, αν μέθυσες, αν χάλασες,
εμένανε αυτά δε με λυγάνε.
Τους άντρες τους παιδεύουνε οι θάλασσες
και στα λιμάνια όλοι τους ξεσπάνε.
|
Mu to ‘grapse, mu to `pe, mu to mínise
pos síkose simea sto katárti,
apó tin ksenitiá tu pos ksekínise
ke mes stin agkaliá mu óti tha ‘rthi.
Έrchete, érchete o thalassodarménos mu
ap’ to vathí to pélago ke apó tin ksenitiá tu.
Έrchete, érchete o poliagapiménos mu
ke ti kaimós sta chili tu ke orgí mes sti matiá tu.
An éblekses, an méthises, an chálases,
eménane aftá de me ligáne.
Tus ántres tus pedevune i thálasses
ke sta limánia óli tus ksespáne.
|